γιουρούσι

γιουρούσι
το
1. έφοδος, εφόρμηση
2. κατάχρηση, σφετερισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yuruyus «εκστρατεία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γιουρούσι — το (λ. τουρκ.), έφοδος, επίθεση: Έχασε το σπαθί του πάνω στο γιουρούσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Armatoloi — (pronounced ar ma to LEE ), (Greek plural Αρματολοί; singular Armatolos Αρματολός; also called Armatoles in English) were Greek Christian irregular soldiers, or militia, commissioned by the Ottomans to enforce the Sultan s authority within an… …   Wikipedia

  • μπας και — (Μ μπάς και πάς) επίρρ. μήπως («και το γιουρούσι ας κάμωμε, μπας και διαβούμε πέρα», Ζαμπ. Σπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη από τη φρ. μην πας και... Κατ άλλους, < αλβ. mbase «ίσως»] …   Dictionary of Greek

  • Αρμαδάνος, Λάζαρος — Αγωνιστής του 1821. Οπλαρχηγός, που μαζί με τον Καραμήτσο, απέκρουσε στη Νάουσα με κόντρα γιουρούσι (αντέφοδο) τα δύο γιουρούσια (εφόδους) της στρατιάς του Αβδούλ Αμπούντ στις 16 και 17 Μαρτίου του 1822 …   Dictionary of Greek

  • Κούγκι — Οχυρός πύργος στο Σούλι. Ήταν χτισμένος πάνω σε απότομο βράχο, μέσα στον οποίο βρισκόταν και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Το 1803 ο Αλή πασάς περικύκλωσε την περιοχή με τη βοήθεια του προδότη Πήλιου Γούση. Τότε, περίπου 400 Σουλιώτες… …   Dictionary of Greek

  • iureş — IÚREŞ, iureşuri, s.n. Asalt, năvală, atac; mers impetuos; fugă, goană. [var.: (reg.) iúrăş, (înv.) iúruş s.n.] – Din tc. yürügüş. Trimis de valeriu, 09.03.2005. Sursa: DEX 98  IÚREŞ s. v. asalt …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”